- ἀχειρόπλαστος
- ἀ-χειρό-πλαστος, nicht mit Händen gebildet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχειρόπλαστος — ἀχειρόπλαστος, ον (Μ) [χειρόπλαστος] αυτός που δεν έχει πλαστεί ή δημιουργηθεί από ανθρώπινο χέρι … Dictionary of Greek